- ονοματοποιία
- Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό λέξεων, των οποίων το φωνητικό σώμα είναι απομίμηση του πραγματικού ήχου του πράγματος στο οποίο αναφέρεται η λέξη. Τέτοιες είναι για παράδειγμα οι λέξεις τικ-τακ, μπουμπουνίζω, γαργάρα, τσιρίζω, φάπα και πολλές άλλες, στις οποίες υπάγονται επίσης οι λέξεις που μιμούνται τις φωνές των ζώων: βελάζω, γαβγίζω, γκαρίζω κ.ά. (ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης τις ονόμασε ονοματοποιημένες λέξεις). Η λαϊκή γλώσσα είναι πλούσια σε ονοματοποιίες, που διαφέρουν από τόπο σε τόπο.
Με την ο. υποδηλώνεται επίσης και το ρητορικό σχήμα που χρησιμοποιείται κυρίως στην ποίηση, το οποίο συνίσταται στη σύνθεση της φράσης έτσι, ώστε η φωνητική κατασκευή να μιμείται τον ήχο που συνοδεύει το γεγονός που ο ποιητής θέλει να παραστήσει (μιμητική αρμονία): Γκλαν, γκλαν, τα σήμαντρα της εκκλησίας, γκλαν, γκλαν, οι αντίλαλοι της ερημίας αποκρίνονταν φριχτά φριχτά (Δ. Σολωμός). Συγγενικό είναι το σχήμα της παρήχησης.
Κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα επικρατούσε η υπόθεση (που υποστηρίζεται ακόμα και σήμερα από πολλούς) της ονοματοποιικής προέλευσης του γλωσσικού ιδιώματος, σύμφωνα με την οποία δηλαδή η ομιλία των πρώτων λαλούντων θα είχε ρυθμιστεί με το να υποδηλώνονται τα πράγματα με την απομίμηση του ήχου τους. Η απόλυτη απιθανότητα αυτής της υπόθεσης βασίζεται κυρίως στη σκέψη ότι οι oνοματοποιητικές λέξεις, σπάνιες στις πιο ανεπτυγμένες γλώσσες, δεν εμφανίζονται περισσότερο συχνά στις γλώσσες των πρωτόγονων λαών, οι οποίες παρόλες αυτές είναι φανερά πιο κοντά χρονικά στην αρχική φάση της δημιουργίας τους.
Σχετικά θέματα εξετάζονται στον πλατωνικό διάλογο Κρατύλος, που θεωρήθηκε ως το πρώτο έργο της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, όπου επιδιώκεται η εξέταση των προβλημάτων των σχετικών με τη γλώσσα.
* * *η (Α ὀνοματοποιΐα) [ονοματοποιός]σχηματισμός ονομάτων, λέξεων, κυρίως με απομίμηση φυσικών ήχων, λ.χ. θρους, τιτιβίζωνεοελλ.ο σχηματισμός ονομάτων, η δημιουργία, νέων ιδίως, λέξεων.
Dictionary of Greek. 2013.